- -ζε
- -ζε (Α)αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» — προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε»«Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε», «ἔραζε», «χαμᾱζε» κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δε (I)].
Dictionary of Greek. 2013.